δειλιάζω — δειλιάζω, δείλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δειλιάζω — (Μ δειλιάζω) κατέχομαι από φόβο για κάτι, διστάζω να κάνω κάτι («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε») νεοελλ. 1. κάνω κάποιον να δειλιάσει («τίποτε δεν με δειλιάζει») 2. αποκάμνω, κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται ακόμη δειλιασμένα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ακροδειλιάζω — δειλιάζω κάπως, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + δειλιάζω] … Dictionary of Greek
ντηριέμαι — και ντηρούμαι (διαλ.) 1. κομπιάζω κατά την ομιλία 2. διστάζω, δειλιάζω, φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐντηροῦμαι «δειλιάζω, διστάζω», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος. Ο τ. ἐντηροῦμαι < ἐν + τηροῦμαι «παρατηρώ, φροντίζω, φυλάσσω». Η σημ. «φοβάμαι»… … Dictionary of Greek
προσαθυμώ — έω, Α δειλιάζω ή αποθαρρύνομαι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀθυμῶ «φοβάμαι, δειλιάζω»] … Dictionary of Greek
προσδειλιώ — άω, Μ φοβάμαι, δειλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δειλιῶ «δειλιάζω»] … Dictionary of Greek
αδείλιαστος — η, ο [δειλιάζω] αυτός που δεν δειλιάζει ή δεν δείλιασε, άφοβος, απτόητος, τολμηρός … Dictionary of Greek
αναπίπτω — ἀναπίπτω και ποιητ. ἀμπίπτω (Α) 1. πέφτω προς τα πίσω, κλίνω το σώμα προς τα πίσω όπως οι κωπηλάτες 2. αποσύρομαι, υποχωρώ 3. δειλιάζω, διστάζω 4. (για σχέδια) ματαιώνομαι, εγκαταλείπομαι 5. εκτοπίζομαι, διώχνομαι 6. ανακλίνομαι*, ανάκειμαι* για… … Dictionary of Greek
απορριγώ — ἀπορριγῶ ( έω κ. όω) (Α) 1. έχω ρίγος, τρέμω 2. ( έω) οπισθοχωρώ τρέμοντας, φοβάμαι, δειλιάζω 3. ( όω) τρέμω από το κρύο, κρυώνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ριγώ ( έω κ. όω) < ρίγος) … Dictionary of Greek
ατολμώ — ἀτολμῶ ( έω) (Α) [άτολμος] δεν τολμώ να κάνω κάτι, δειλιάζω … Dictionary of Greek